διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… … Dictionary of Greek
Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… … Dictionary of Greek
Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… … Dictionary of Greek
Νιου Μέξικο — (New Mexico). Πολιτεία (314.925 τ. χλμ., 1.829.146 κάτ. το 2001) των ορεινών (Mountain) ΗΠΑ. Συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και με τις ομόσπονδες Πολιτείες του Τέξας στα ΝΑ και Α, της Οκλαχόμα στα ΒΑ, του Κολοράντο στα Β και της Αριζόνας προς Δ·… … Dictionary of Greek
αλάτι — το ιού 1. το χλωριούχο νάτριο που παίρνεται με εξάτμιση από το θαλασσινό νερό ή το ίδιας σύστασης ορυκτό (ορυκτό αλάτι): Το αλάτι νοστιμεύει το φαγητό. 2. ονομασία διάφορων σωμάτων που μοιάζουν με το αλάτι (αλάτι αμμωνιακό, φωσφορικό, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)