Κάρλσμπαντ

Κάρλσμπαντ
(Karlsbad). Γερμανική ονομασία της πόλης Κάρλοβι Βάρι της Τσεχίας, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. Κάρλοβι Βάρι. συνέδριο του Κ. Συνέδριο υπουργών των γερμανικών κρατιδίων υπό την αιγίδα του Μέτερνιχ, που αποφάσισε επιβολή λογοκρισίας, διορισμό επιτρόπων στα πανεπιστήμια και δίωξη κάθε φιλελεύθερης κίνησης. Οι εργασίες του συνεδρίου κάλυψαν το χρονικό διάστημα από 6 έως 31 Αυγούστου 1819.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… …   Dictionary of Greek

  • Νιου Μέξικο — (New Mexico). Πολιτεία (314.925 τ. χλμ., 1.829.146 κάτ. το 2001) των ορεινών (Mountain) ΗΠΑ. Συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και με τις ομόσπονδες Πολιτείες του Τέξας στα ΝΑ και Α, της Οκλαχόμα στα ΒΑ, του Κολοράντο στα Β και της Αριζόνας προς Δ·… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — το ιού 1. το χλωριούχο νάτριο που παίρνεται με εξάτμιση από το θαλασσινό νερό ή το ίδιας σύστασης ορυκτό (ορυκτό αλάτι): Το αλάτι νοστιμεύει το φαγητό. 2. ονομασία διάφορων σωμάτων που μοιάζουν με το αλάτι (αλάτι αμμωνιακό, φωσφορικό, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”